δωτινη

δωτινη
    δωτίνη
    (ῑ) ἥ дар, подарок Hom., Her.
    

δωτίνην Hes., δωτίναν Theocr. — в дар, в виде подарка или награды


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δωτινη" в других словарях:

  • δωτίνη — δωτίνη, η (Α) δώρο, δωρεά …   Dictionary of Greek

  • δωτίνη — δωτί̱νη , δωτίνη gift fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωτῖναι — δωτίνη gift fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωτίνας — δωτί̱νᾱς , δωτίνη gift fem acc pl δωτί̱νᾱς , δωτίνη gift fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωτύς — δωτύς, η (Α) η δωτίνη …   Dictionary of Greek

  • δώτις — δῶτις, η (Α) η δωτίνη …   Dictionary of Greek

  • ημίνα — ἡμίνα, ἡ (Α) 1. μισή 2. (μέτρο στη Σικελία) μισός εκτεύς*, κοτύλη* 3. φρ. «ἡμίνα βασιλική» ημικοτύλιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + κατάλ. ινα, με το ι προφανώς μακρό (πρβλ. δωτίνη < δως)] …   Dictionary of Greek

  • δωτίναις — δωτί̱ναις , δωτίνη gift fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωτίναν — δωτί̱νᾱν , δωτίνη gift fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωτίνηισι — δωτί̱νῃσι , δωτίνη gift fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωτίνηισιν — δωτί̱νῃσιν , δωτίνη gift fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»